- σκυρωτός
- σκῡρωτός1 paved
εὐθύτομόν τε κατέθηκεν Ἀπολλωνίαις ἀλεξιμβρότοις πεδιάδα πομπαῖς ἔμμεν ἱππόκροτον σκυρωτὰν ὁδόν P. 5.93
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
εὐθύτομόν τε κατέθηκεν Ἀπολλωνίαις ἀλεξιμβρότοις πεδιάδα πομπαῖς ἔμμεν ἱππόκροτον σκυρωτὰν ὁδόν P. 5.93
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
σκυρωτός — ή, ό / σκυρωτός, ή, όν, ΝΑ, και σκιρωτός και σκιρρωτός, ή, ό, Ν νεοελλ. στρωμένος με σκύρα αρχ. στρωμένος με λίθους, λιθόστρωτος («ἱππόκροτον σκυρωτὰν ὁδόν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦρος* / σκίρ(ρ)ος «χαλίκι» + κατάλ. ωτός (πρβλ. οδοντ ωτός)] … Dictionary of Greek
σκυρωτός — ή, ό στρωμένος με σκύρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκυρωτή — σκυρωτός paved fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυρωτήν — σκυρωτός paved fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιρ(ρ)ωτός — ή, ό, Ν βλ. σκυρωτός … Dictionary of Greek
σκυρωτάν — σκυρωτά̱ν , σκυρωτός paved fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)